Οι δερματοπάθειες της κύησης

Η δερματολόγος Σοφία Γιατράκου μας ενημερώνει για όλες τις δερματικές παθήσεις που μπορεί να εμφανιστούν κατα την διάρκεια της εγκυμοσύνης. 

 

 

 

 

Η κύηση, επιφέρει σημαντικές αλλαγές στην ανατομία, και τη φυσιολογία του δέρματος της γυναίκας. Κάποιες από τις δερματικές αλλαγές κατά την διάρκεια της κύησης είναι φυσιολογικές και τις συναντάμε σε όλες τις κυήσεις. Δερματικές ασθένειες που προϋπάρχουν (όπως ψωρίαση,) επηρεάζονται από τις ορμονικές αλλαγές της κύησης, και εμφανίζουν διαφορετική πρόγνωση και πορεία. (βελτιώνονται ή επιδεινώνονται). Υπάρχει όμως και μία ομάδα δερματολογικών παθήσεων, τις οποίες συναντάμε μόνο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Σε αυτή την ομάδα ανήκουν οι κνησμώδεις και κνιδωτικές βλατίδες και πλάκες της εγκυμοσύνης (ΚΚΒΠΚ), το πεμφιγοειδές της κύησης (ΠΚ), η κνίδωση ή κνήφη της κύησης, η ενδοηπατική χολόσταση (ΕΧΕ), και το ερπητοειδές μολυσματικό κηρίο ή γενικευμένη φλυκταινώδης ψωρίαση της εγκυμοσύνης ο (ΓΦΨ). Από αυτές, η πιο συχνή είναι η ΚΚΒΠΚ, και η πιο σπάνια, το ερπητοειδές μολυσματικό κηρίο. Η έναρξή τους, αναμένεται στο 30 τρίμηνο της κύησης, η κνίδωση όμως της κύησης, ξεκινά σημαντικά νωρίτερα. Αν εξαιρέσουμε το ΠΚ, η παθογένειά τους, είναι άγνωστη. Η εκδήλωση στην πρώτη κύηση, είναι χαρακτηριστική για τις ΚΚΒΠΚ, η συμμετοχή της κοιλιακής περιοχής για τις ΚΚΒΠΚ και το ΠΚ, και θετικό οικογενειακό ιστορικό για την χολόσταση της εγκυμοσύνης. Συνήθως, οι παθήσεις αυτές υφίενται μετά τον τοκετό, (ίσως διαρκέσουν βδομάδες ή μήνες μετά), και υποτροπιάζουν στις επόμενες κυήσεις.

Ο κνησμός ή τα κνησμώδη εξανθήματα είναι συχνά το κύριο σύμπτωμα των δερματοπαθειών της κύησης. Δυστυχώς όμως, ο κνησμός από μόνος του δεν μας βοηθά διαγνωστικά. Είναι απαραίτητη η πλήρης εκτίμηση και εξέταση της εγκύου με σκοπό να αποκλεισθούν οι πιθανότητες των ήδη υπαρχόντων ή νέων παθήσεων που δεν σχετίζονται όμως με την κύηση. Η σωστή διάγνωση είναι σημαντική για την επιλογή της θεραπείας αλλά και την πρόγνωση της νόσου, διότι κάποιες δερματοπάθειες όπως το πεμφιγοειδές της κύησης, η ενδοηπατική χολόσταση και το ερπητοειδές μολυσματικό κηρίο κρύβουν εμβρυικούς ή και μητρικούς κινδύνους.

Η έγκυος γυναίκα που νοσεί, θα έχει αρκετές απορίες και ανησυχίες σχετικά με τη δική της υγεία αλλά και του παιδιού της.

Οι ΚΚΒΠΚ, αναφερόμενο επίσης και ως τοξικό ερύθημα της κύησης είναι η πιο συχνή και είναι έντονα κνησμώδης.

Οι βλάβες περιλαμβάνουν ερυθηματώδεις βλατίδες και πλάκες, οι οποίες συνήθως ξεκινούν μέσα από τις ραβδώσεις της κοιλίας – μηρών και εξαπλώνεται μέσα σε διάστημα ολίγων ημερών. Το πρόσωπο, οι παλάμες και τα πέλματα συνήθως δεν προσβάλλονται.

Οι έγκυες ανακουφίζονται όταν μαθαίνουν πως η κατάστασή τους δεν είναι σοβαρή.

Ο κίνδυνος για την μητέρα και το νεογνό είναι μηδενικός. Ωστόσο, συνήθως απαιτείται θεραπεία, για την ανακούφιση από τον έντονο κνησμό. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, τα τοπικά κορτικοειδή, τα μαλακτικά, και τα από του στόματος αντιισταμινικά πρώτης γενιάς, ελέγχουν τον κνησμό. Σε σοβαρές περιπτώσεις ίσως χρειαστεί η χορήγηση συστηματικών κορτικοειδών. Για τις συμπωματικές ΚΚΒΠΚ που εμμένουν μετά τον τοκετό, η χρήση των αντιισταμινικών, κατά τη διάρκεια του θηλασμού, πρέπει να γίνεται με προσοχή καθώς η απέκκριση τους στο μητρικό γάλα μπορεί να προκαλέσει υπνηλία, και παράδοξη διέγερση στο νεογνό. Τα συστηματικά κορτικοειδή επίσης απεκκρίνονται στο μητρικό γάλα. Συνιστάται η αποφυγή του θηλασμού για 3-4 ώρες μετά, ελαχιστοποιώντας έτσι την έκθεση των νεογνών στα κορτικοειδή. Τα τοπικά κορτικοειδή κατά το θηλασμό είναι γενικά ασφαλή, εάν δεν εφαρμοστούν στην άλω και τη θηλή του μαστού.

 Το ΠΚ, είναι μία σπάνια, έντονα κνησμώδες, αυτοάνοση δερματοπάθεια της εγκυμοσύνης. Παρατηρείται αιφνίδια εμφάνιση κνιδωτικών βλαβών στον κορμό, ιδίως περιομφαλικά, με ταχεία μετάπτωση σε πολλαπλές φυσαλίδες ή πομφόλυγες , και ταχεία εξάπλωση των βλαβών με πυρετό, ναυτία και κεφαλαλγία. Συνήθως, η νόσος δεν προσβάλλει το πρόσωπο, τους βλεννογόνους, τις παλάμες και τα πέλματα. Η ακριβής διάγνωση είναι ιδιαίτερα σημαντική, επειδή οι περισσότεροι ασθενείς με ΠΚ χρειάζονται τουλάχιστον για λίγο, θεραπεία με συστηματικά κορτικοειδή

Το έμβρυο κινδυνεύει από προωρότητα και χαμηλό βάρος γέννησης, επειδή ο πλακούντας εμφανίζει ανεπάρκεια. Το νεογνό εμφανίζει (παροδικές βλάβες) σε λιγότερο από 10% αλλά δεν χρειάζεται να χορηγηθεί θεραπεία στο νεογνό, αφού οι βλάβες υφίενται αυτόματα. Μολονότι η νόσος φαίνεται να έχει σοβαρά συμπτώματα και έντονο κνησμό, δεν υφίσταται σημαντικός κίνδυνος για την έγκυο.

H κνίδωση της κύησης, που επίσης αναφέρεται και ως βλατίδες της κύησης ή κνήφη της κύησης, είναι η δεύτερη πιο συχνή τις από τις ειδικές δερματοπάθειες της κύησης. Στις βλατίδες της εγκυμοσύνης περιλαμβάνονται τρεις μορφές. Το σύνολο των παθήσεων αυτών, συνοψίζεται στον όρο ατοπικό εξάνθημα της κύησης.

Το αίτιο είναι άγνωστο, ωστόσο πολλοί ασθενείς έχουν αυξημένη IgE.

Μητρικός και εμβρυϊκός κίνδυνος δεν υφίσταται, ούτε έχουν αναφερθεί βλάβες στο δέρμα του νεογνού.

Η θεραπεία περιλαμβάνει αντιισταμινικά, τοπικά κορτικοειδή, και συστηματικά κορτικοειδή σε σοβαρές περιπτώσεις

H ΕΧΕ είναι μια σχετικά σπάνια κατάσταση. Χαρακτηρίζεται από γενικευμένο κνησμό, χωρίς πρωτοπαθείς δερματικές βλάβες, ποικίλη παρουσία ίκτερου και βιοχημικά ευρήματα συμβατά με χολόσταση. Οι κίνδυνοι για τη μητέρα περιλαμβάνουν υποκλινική στεατόρροια, έλλειψη βιταμίνης Κ, και αυξημένη ανάπτυξη χολόλιθων. Εμβρυϊκό κίνδυνο αποτελεί ο πρώιμος τοκετός, ο ειλεός εκ μηκωνίου, το εμβρυικό στρες και θάνατος. Θεραπεία: τοπικά αντικνησμώδη, αντιισταμινικά, φωτοθεραπεία, το ουρσοδεσοξυχολικό οξύ, η χολεστυραμίνη, δίαιτα με χαμηλά λιπαρά.Το guar gum από του στόματος , συμπληρώματα βιταμίνης Κ, ενδοφλέβια 8-αδενοσυλομεθειονίνη και συστηματικά κορτικοειδή.

Η (ΓΦΨ) χαρακτηρίζεται από γενικευμένο φλυκταινώδες εξάνθημα, με πυρετό και λευκοκυττάρωση. Είναι μια σπάνια οξεία μορφή φλυκταινώδους ψωρίασης, χωρίς κανένα ιστορικό ψωρίασης. Ο κνησμός δεν είναι ιδιαίτερα σοβαρός, αλλά συχνά υπάρχουν συστηματικά συμπτώματα, όπως ναυτία, εμετοί, διάρροια, πυρετός και ρίγη. Σχετικά με το μητρικό και εμβρυϊκό κίνδυνο, η μητέρα θα πρέπει να ενημερωθεί, πως η νεογνική σηψαιμία είναι συχνή. Υπάρχουν αναφορές με ανεξήγητους θανάτους νεογνών, καθώς και αναφορές εμβρύων με υδροκεφαλία.

Αν η ανάπαυση, τα μαλακτικά, τα αντιβιοτικά για τις δευτεροπαθείς λοιμώξεις και τα τοπικά κορτικοειδή δεν είναι αποτελεσματικά, χορηγούμε συστηματικά κορτικοειδή. Μετά τον τοκετό ή τη διακοπή της κύησης, τα κορτικοειδή μπορούν να αντικατασταθούν, από άλλες θεραπείες.

Σοφία Γιατράκου

Δερματολόγος Αφροδισιολόγος

Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών

Μετεκπαιδευθείσα εις ΗΠΑ